ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
κλάρα — (1193 – 1253). Αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 18 ετών έφυγε από το πατρικό της σπίτι και τέθηκε υπό την προστασία του αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης. Από τότε αφοσιώθηκε στον μοναχικό βίο και ίδρυσε το τάγμα των Κλαρισσών. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
Ξάνθης, νομός — Διοικητική διαίρεση της Θράκης. Καλύπτει το δυτικό τμήμα της. Συνορεύει στα Δ με τους νομούς Καβάλας και Δράμας, στα Β με τη Βουλγαρία και στα Α με τον νομό Ροδόπης, ενώ στα Ν βρέχεται από το θρακικό πέλαγος. Έχει έκταση 1793 τ. χλμ. και πληθυσμό … Dictionary of Greek
διαπεραστός — ή, ό αυτός που είναι δυνατόν να διαπεραστεί από το φως, από υγρό ή αέριο: Μην προσπαθείς να το τρυπήσεις, δεν είναι διαπεραστό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μνησικακία — η το να κρατάς κακία σε κάποιον, το να μην ξεχνάς το κακό που σου έκαναν και να προσπαθείς να το ανταποδώσεις, η αντεκδίκηση: Σκότωσε το γείτονά του από μνησικακία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)